χαλκουργοῦ

χαλκουργοῦ
χαλκουργέω
work in bronze
pres imperat mp 2nd sg (attic)
χαλκουργέω
work in bronze
imperf ind mp 2nd sg (attic)
χαλκουργός
working copper
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… …   Dictionary of Greek

  • φιλολύκιος — ον, Α φίλος τού Λυκίου, τού χαλκουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Λύκιος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκευτήριο — το / χαλκευτήριον, ΝΜΑ το εργαστήρι τού χαλκουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεύω + κατάλ. τήριον*] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεύω — ΝΜΑ [χαλκεύς] 1. (μτβ.) κατασκευάζω κάτι από χαλκό 2. (αμτβ.) είμαι χαλκεύς, κατεργάζομαι τον χαλκό νεοελλ. μτφ. α) πλάθω, δημιουργώ («τόν παρέπεμψαν με χαλκευμένες κατηγορίες») β) μηχανορραφώ, μηχανώμαι («χάλκευσαν έναν σωρό συκοφαντίες») μσν.… …   Dictionary of Greek

  • χαλκουργία — η, ΝΜΑ [χαλκουργός] η τέχνη και το επάγγελμα τού χαλκουργού …   Dictionary of Greek

  • Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκουργία — η το επάγγελμα του χαλκουργού, η χαλκευτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλκουργείο — το το εργαστήριο του χαλκουργού, χαλκείο, χαλκωματάδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”